διωμοτος

διωμοτος
    διώμοτος
    δι-ώμοτος
    2
    связанный клятвой, поклявшийся Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διωμοτος" в других словарях:

  • διώμοτος — διώμοτος, ον (Α) αυτός που ανέλαβε με όρκο να κάνει κάτι, που δεσμεύεται με όρκο …   Dictionary of Greek

  • διώμοτος — bound by oath masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωμότως — διώμοτος bound by oath adverbial διώμοτος bound by oath masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώμοτον — διώμοτος bound by oath masc/fem acc sg διώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωμότους — διώμοτος bound by oath masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώμοτα — διώμοτος bound by oath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώμοτοι — διώμοτος bound by oath masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»